-
1 λίξ
λίξ· πλάγιος, καὶ λίθος πλατύς, Hsch.; also,A = πνευμονία, νόσος, Id. [full] λιολεθρίᾳ· παντελεῖ ὀλέθρῳ, Id. [full] λιοπέτριον· λίθος λεῖος, Id.
См. также в других словарях:
λιολεθρία — λιολεθρίᾳ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παντελεῑ ὀλέθρῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίαν + ὄλεθρος, αντί τού αναμενόμενου λιωλεθρίᾳ (πρβλ. παν ωλεθρία)] … Dictionary of Greek